Εισαγωγικό Σημείωμα
Την εποχή των ελληνιστικών βασιλείων (322-330 π.Χ.), τα γράμματα και οι τέχνες εξελίσσονται ραγδαία. Όμως τώρα πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες δημιουργούν όχι σαν ελεύθεροι πολίτες μίας πόλης-κράτους, όπως γινόταν την αρχαϊκή και κλασική εποχή, αλλά μέσα στο πλαίσιο της μοναρχικής εξουσίας των διαδόχων του Μ. Αλέξανδρου που υποστηρίζουν οικονομικά και προωθούν με κάθε τρόπο τα γράμματα και τις τέχνες για να λαμπρύνουν την εξουσία τους και να δηλώσουν την ελληνική προέλευσή τους. Ο ελληνικός πολιτισμός εμπλουτίζεται με στοιχεία ανατολικών πολιτισμών και του αιγυπτιακού και γίνεται το στοιχείο που ενώνει τους πολλούς και διάφορους πολιτισμούς των υπηκόων αυτών των κρατών. Η ελληνική γλώσσα, η ελληνιστική«κοινή», είναι η επίσημη γλώσσα των βασιλείων αυτών και δεν υπάρχει μορφωμένος άνθρωπος που να μη τη γνωρίζει.
Από τη Μακεδονία του ύστερου 4ου αι. π.Χ. σώζονται σημαντικά ζωγραφικά έργα που άλλαξαν την εικόνα που είχαμε σχηματίσει για τη ζωγραφική αυτής της περιόδου. Πρόκειται για τοιχογραφίες που διακοσμούσαν τους μακεδονικούς τάφους, οι οποίοι έχουν τη μορφή κτισμάτων, με αρχιτεκτονική διαρρύθμιση και διακόσμηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τους. Οι βασιλικοί τάφοι της Βεργίνας έχουν συνδεθεί με τη δυναστεία του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον μεγάλο αρχαιολόγο Μανόλη Ανδρόνικο, που έκανε τις ανασκαφές και ταύτισε τον «Τάφο Β» με τον τάφο του Φιλίππου Β’, πατέρα του Αλεξάνδρου.
Είναι απόσπασμα από τοιχογραφία στον λεγόμενο «Τάφο της Περσεφόνης» στη Βεργίνα, περ. 340 π.Χ.
Το μνημείο αυτό, που γειτνιάζει με τον τάφο του Φιλίππου Β’, ανήκε σε μια νεαρή γυναίκα περίπου 25 χρόνων, η οποία πρέπει να πέθανε στη γέννα και ετάφη εδώ μαζί με το βρέφος της.
Πιθανώς αυτή η γυναίκα να ήταν μία από τις επτά συζύγους του βασιλιά, ίσως η Νικησίπολις απότις Φερές, η μητέρα της Θεσσαλονίκης.
Το εσωτερικό του μνημείου είναι εντελώς λιτό και μια στενή ζωγραφιστή ζωφόρος με λουλούδια που τα πλαισιώνουν φτερωτές χίμαιρες και γρύπες διακοσμεί τουςτοίχουςστη μέση περίπου του ύψους τους.
Το κάτω μέρος είναι βαμμένο με το χαρακτηριστικό βαθυκόκκινο χρώμαπουθυμίζειαίμα, ενώ το επάνω είναι λευκό.
Εδώ λοιπόν στον βόρειο, ανατολικό και νότιο τοίχο αναπτύσσονται αυτές οι τοιχογραφίες, ένα από τα σημαντικότερα πρωτότυπα αριστουργήματα της αρχαίας ζωγραφικής που μας σώθηκαν.
Επάνω στο ακόμη υγρό, λείο και στιλπνό λευκό κονίαμα της τελικής επιφάνειας ο ζωγράφος, που μπορεί να είναι και ο Νικόμαχος (διάσημος στην αρχαιότητα για το έργο του με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης) με έναν τρόπο έξοχα ποιητικό και ριζοσπαστικό εξιστορεί το δράμα της αρχαίας θρησκείας. Χαράζει ένα συνοπτικό προσχέδιο, επιμένοντας περισσότερο στα πιο σημαντικά σημεία της σύνθεσης. Στη συνέχεια, με χαρακτηριστική ελευθερία, σχεδιάζει και ζωγραφίζει τις μορφές του με γρήγορες, δυνατές και εξαιρετικά εκφραστικές πινελιές.
Χρησιμοποιώντας ως βάση το λευκό η παλέτα του είχε τα βασικά γαιώδη χρώματα της τετραχρωμίας, βαρύ κόκκινο, ώχρες, μαύρο και άσπρο, αλλά και οργανικές λάκες για τα λαμπερά ρόδινα και τα πορφυρά. Τα χρώματα, που έχουν μια ιδιαίτερη διαφάνεια και ελαφράδα που θυμίζει ακουαρέλα, χρησιμοποιούνται καθαρά ή ανάμεικτα, ώστε να προκύπτουν οι απαραίτητες για τη φωτοσκίαση και το πλάσιμο των όγκων τονικές διαβαθμίσεις και να δηλώνεται η προοπτική και η κίνηση.
Στη μέση της εικόνας δεσπόζει το άρμα με τα τέσσερα λευκά άλογα.
Ο Άδης, πιο μεγάλος από όλες τις άλλες μορφές, άρπαξε τη λεία του και πηδάει στο άρμα. Στο δεξί χέρι του ο βασιλιάς των νεκρών σφίγγει το σκήπτρο της εξουσίας και τα γκέμια των αλόγων, που τινάζονται με τα μπροστινά πόδια στον αέρα, ξεκινούν ήδη τον ξέφρενο καλπασμό τους. Ανάμεσα στα πόδια του, φυλακισμένη στη σκοτεινή αγκαλιά του, ο Πλούτωνας κρατάει σφιχτά την Περσεφόνη που την έχει αρπάξει από το στήθος. Η Κόρη είναι γυμνή. Το φουστάνι της γλίστρησε και έπεσε. Έμεινε μόνο το κορδόνι που το κρατούσε στον ώμο της και το πορφυρό της ιμάτιο να κρύβει την ήβη. Σε μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει, η Κόρη τινάζεται προς τα πίσω, το σώμα της τεντώνεται, και απόλυτα αδύναμη, απλώνει τα μπράτσα, ικετεύοντας απελπισμένα για τη βοήθεια που δεν θα έρθει. Ο άνεμος παίρνει τα μαλλιά της, τα μάτια της βασιλεύουν, το πρόσωπό της γίνεται μάσκα απόγνωσης.
Στην ανατολική γωνία της εικόνας, μισογονατισμένη στο χώμα, μια φίλη της Περσεφόνης παρακολουθεί το δράμα πετρωμένη από φόβο. Το φόρεμά της έχει βγει και το στήθος της είναι γυμνό, και λυγισμένη στα δύο σηκώνει το χέρι να φυλαχτεί. Τα μάτια της σχεδιασμένα εντελώς λιτά, δυο γραμμούλες και μια βούλα, υπεραρκετά για να εκφράσουν τον τρόμο.
Στην άλλη πλευρά της παράστασης εμφανίζεται ο Ερμής με το κηρύκειο, και τρέχοντας, σχεδόν πετώντας, στις μύτες των ποδιών του, οδηγεί το άρμα στη Δύση, στη χώρα των νεκρών. Τον ακούσιο γάμο φωτίζει η τρομερή λάμψη του κεραυνού που αστράφτει μπροστά από τον Ερμή. Στον νότιο τοίχο βρίσκονται τρεις γυναίκες που ο Μανόλης Ανδρόνικος συσχέτισε με τις τρεις Μοίρες, Κλωθώ, Λάχεση και Άτροπο
Κυνήγι ελαφιού
Ψηφιδωτό από την Πέλλα, περ. 330-300 π.Χ.
Απεικονίζει την τελική φάση ενός κυνηγιού ελαφιού, με δύο νέους που είναι έτοιμοι να αποτελειώσουν το θήραμά τους. Το έργο υπογράφεται από τον Γνώσι (Γνώσις εποίησεν), και ίσως να αναφέρεται, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, σε ένα σύγχρονό του ζωγραφικό έργο.
Το ψηφιδωτό του Διονύσου,
από την Οικία των προσωπείων, στη Δήλο, του 1ου αι. π.Χ.
Μοιάζει πολύ με το παραπάνω ψηφιδωτό από την Πέλλα του 4ου αι. π.Χ. Διαφέρει εντούτοις ως προς την πλούσια πολύχρωμη ένδυση του θεού, ο οποίος κρατεί εκτός από θύρσο και τύμπανο, ως προς το στεφάνι κισσού στον λαιμό του αιλουροειδούς και ως προς την τεχνική, αφού είναι κατασκευασμένο πλέον με κατεργασμένες ψηφίδες.
Την εποχή των ελληνιστικών βασιλείων (322-330 π.Χ.), τα γράμματα και οι τέχνες εξελίσσονται ραγδαία. Όμως τώρα πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες δημιουργούν όχι σαν ελεύθεροι πολίτες μίας πόλης-κράτους, όπως γινόταν την αρχαϊκή και κλασική εποχή, αλλά μέσα στο πλαίσιο της μοναρχικής εξουσίας των διαδόχων του Μ. Αλέξανδρου που υποστηρίζουν οικονομικά και προωθούν με κάθε τρόπο τα γράμματα και τις τέχνες για να λαμπρύνουν την εξουσία τους και να δηλώσουν την ελληνική προέλευσή τους. Ο ελληνικός πολιτισμός εμπλουτίζεται με στοιχεία ανατολικών πολιτισμών και του αιγυπτιακού και γίνεται το στοιχείο που ενώνει τους πολλούς και διάφορους πολιτισμούς των υπηκόων αυτών των κρατών. Η ελληνική γλώσσα, η ελληνιστική«κοινή», είναι η επίσημη γλώσσα των βασιλείων αυτών και δεν υπάρχει μορφωμένος άνθρωπος που να μη τη γνωρίζει.
Ζωγραφική
Η γνώση μας για τη ζωγραφική στην ελληνιστική περίοδο, είναι αρκετά περιορισμένη, διότι δεν έχουν διασωθεί εικόνες. Έχουμε όμως περιοχές του ελληνιστικού κόσμου οι οποίες μας έχουν δώσει σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα που μας επιτρέπουν να τη μελετήσουμε.Από τη Μακεδονία του ύστερου 4ου αι. π.Χ. σώζονται σημαντικά ζωγραφικά έργα που άλλαξαν την εικόνα που είχαμε σχηματίσει για τη ζωγραφική αυτής της περιόδου. Πρόκειται για τοιχογραφίες που διακοσμούσαν τους μακεδονικούς τάφους, οι οποίοι έχουν τη μορφή κτισμάτων, με αρχιτεκτονική διαρρύθμιση και διακόσμηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τους. Οι βασιλικοί τάφοι της Βεργίνας έχουν συνδεθεί με τη δυναστεία του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον μεγάλο αρχαιολόγο Μανόλη Ανδρόνικο, που έκανε τις ανασκαφές και ταύτισε τον «Τάφο Β» με τον τάφο του Φιλίππου Β’, πατέρα του Αλεξάνδρου.
Ψηφιδωτά
Πολύτιμη βοήθεια στη μελέτη της ελληνικής ζωγραφικής παρέχουν τα ψηφιδωτά της περιόδου, με τη χρήση μικρών χαλικιών. Φτιαγμένα για να κοσμούν το δάπεδο και όχι τον στοίχο, όπως η ζωγραφική, των οικιών με περιστύλιο, φαίνεται καθαρά ότι απηχούν ζωγραφικές τάσεις. Στην ύστερη, μάλιστα, ελληνιστική περίοδο, θα πρέπει να κατασκευάστηκαν και ψηφιδωτά τα οποία θα ήταν απευθείας αντίγραφα παλαιότερων ή συγχρόνων τους τοιχογραφιών ή ζωγραφικών πινάκων.
Η αρπαγή της Περσεφόνης
Είναι απόσπασμα από τοιχογραφία στον λεγόμενο «Τάφο της Περσεφόνης» στη Βεργίνα, περ. 340 π.Χ.
Το μνημείο αυτό, που γειτνιάζει με τον τάφο του Φιλίππου Β’, ανήκε σε μια νεαρή γυναίκα περίπου 25 χρόνων, η οποία πρέπει να πέθανε στη γέννα και ετάφη εδώ μαζί με το βρέφος της.
Πιθανώς αυτή η γυναίκα να ήταν μία από τις επτά συζύγους του βασιλιά, ίσως η Νικησίπολις απότις Φερές, η μητέρα της Θεσσαλονίκης.
Το εσωτερικό του μνημείου είναι εντελώς λιτό και μια στενή ζωγραφιστή ζωφόρος με λουλούδια που τα πλαισιώνουν φτερωτές χίμαιρες και γρύπες διακοσμεί τουςτοίχουςστη μέση περίπου του ύψους τους.
Το κάτω μέρος είναι βαμμένο με το χαρακτηριστικό βαθυκόκκινο χρώμαπουθυμίζειαίμα, ενώ το επάνω είναι λευκό.
Εδώ λοιπόν στον βόρειο, ανατολικό και νότιο τοίχο αναπτύσσονται αυτές οι τοιχογραφίες, ένα από τα σημαντικότερα πρωτότυπα αριστουργήματα της αρχαίας ζωγραφικής που μας σώθηκαν.
Επάνω στο ακόμη υγρό, λείο και στιλπνό λευκό κονίαμα της τελικής επιφάνειας ο ζωγράφος, που μπορεί να είναι και ο Νικόμαχος (διάσημος στην αρχαιότητα για το έργο του με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης) με έναν τρόπο έξοχα ποιητικό και ριζοσπαστικό εξιστορεί το δράμα της αρχαίας θρησκείας. Χαράζει ένα συνοπτικό προσχέδιο, επιμένοντας περισσότερο στα πιο σημαντικά σημεία της σύνθεσης. Στη συνέχεια, με χαρακτηριστική ελευθερία, σχεδιάζει και ζωγραφίζει τις μορφές του με γρήγορες, δυνατές και εξαιρετικά εκφραστικές πινελιές.
Χρησιμοποιώντας ως βάση το λευκό η παλέτα του είχε τα βασικά γαιώδη χρώματα της τετραχρωμίας, βαρύ κόκκινο, ώχρες, μαύρο και άσπρο, αλλά και οργανικές λάκες για τα λαμπερά ρόδινα και τα πορφυρά. Τα χρώματα, που έχουν μια ιδιαίτερη διαφάνεια και ελαφράδα που θυμίζει ακουαρέλα, χρησιμοποιούνται καθαρά ή ανάμεικτα, ώστε να προκύπτουν οι απαραίτητες για τη φωτοσκίαση και το πλάσιμο των όγκων τονικές διαβαθμίσεις και να δηλώνεται η προοπτική και η κίνηση.
Πλούτωνας |
Στη μέση της εικόνας δεσπόζει το άρμα με τα τέσσερα λευκά άλογα.
Ο Άδης, πιο μεγάλος από όλες τις άλλες μορφές, άρπαξε τη λεία του και πηδάει στο άρμα. Στο δεξί χέρι του ο βασιλιάς των νεκρών σφίγγει το σκήπτρο της εξουσίας και τα γκέμια των αλόγων, που τινάζονται με τα μπροστινά πόδια στον αέρα, ξεκινούν ήδη τον ξέφρενο καλπασμό τους. Ανάμεσα στα πόδια του, φυλακισμένη στη σκοτεινή αγκαλιά του, ο Πλούτωνας κρατάει σφιχτά την Περσεφόνη που την έχει αρπάξει από το στήθος. Η Κόρη είναι γυμνή. Το φουστάνι της γλίστρησε και έπεσε. Έμεινε μόνο το κορδόνι που το κρατούσε στον ώμο της και το πορφυρό της ιμάτιο να κρύβει την ήβη. Σε μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει, η Κόρη τινάζεται προς τα πίσω, το σώμα της τεντώνεται, και απόλυτα αδύναμη, απλώνει τα μπράτσα, ικετεύοντας απελπισμένα για τη βοήθεια που δεν θα έρθει. Ο άνεμος παίρνει τα μαλλιά της, τα μάτια της βασιλεύουν, το πρόσωπό της γίνεται μάσκα απόγνωσης.
Στην ανατολική γωνία της εικόνας, μισογονατισμένη στο χώμα, μια φίλη της Περσεφόνης παρακολουθεί το δράμα πετρωμένη από φόβο. Το φόρεμά της έχει βγει και το στήθος της είναι γυμνό, και λυγισμένη στα δύο σηκώνει το χέρι να φυλαχτεί. Τα μάτια της σχεδιασμένα εντελώς λιτά, δυο γραμμούλες και μια βούλα, υπεραρκετά για να εκφράσουν τον τρόμο.
Στην άλλη πλευρά της παράστασης εμφανίζεται ο Ερμής με το κηρύκειο, και τρέχοντας, σχεδόν πετώντας, στις μύτες των ποδιών του, οδηγεί το άρμα στη Δύση, στη χώρα των νεκρών. Τον ακούσιο γάμο φωτίζει η τρομερή λάμψη του κεραυνού που αστράφτει μπροστά από τον Ερμή. Στον νότιο τοίχο βρίσκονται τρεις γυναίκες που ο Μανόλης Ανδρόνικος συσχέτισε με τις τρεις Μοίρες, Κλωθώ, Λάχεση και Άτροπο
Ψηφιδωτό από την Πέλλα, περ. 330-300 π.Χ.
Απεικονίζει την τελική φάση ενός κυνηγιού ελαφιού, με δύο νέους που είναι έτοιμοι να αποτελειώσουν το θήραμά τους. Το έργο υπογράφεται από τον Γνώσι (Γνώσις εποίησεν), και ίσως να αναφέρεται, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, σε ένα σύγχρονό του ζωγραφικό έργο.
Μεγάλη διάδοση της ζωγραφικής και των ψηφιδωτών γνώρισαν κυρίως τα αστικά περιβάλλοντα, όπως της Δήλου. Περιελάμβαναν σε αυστηρά υπολογισμένη διάταξη ψηφιδωτά δάπεδα με διονυσιακά θέματα στους χώρους υποδοχής καθώς και διακόσμηση από ζωγραφικούς πίνακες ή τοιχογραφίες, πραγματικά έργα τέχνης, που ανήκαν φυσικά σε εξέχουσες οικονομικά οικογένειες. Η τεχνική εξέλιξη έχει αλλάξει τώρα στα ψηφιδωτά και οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν αντί για ακατέργαστες, κατεργασμένες ψηφίδες.
από την Οικία των προσωπείων, στη Δήλο, του 1ου αι. π.Χ.
Μοιάζει πολύ με το παραπάνω ψηφιδωτό από την Πέλλα του 4ου αι. π.Χ. Διαφέρει εντούτοις ως προς την πλούσια πολύχρωμη ένδυση του θεού, ο οποίος κρατεί εκτός από θύρσο και τύμπανο, ως προς το στεφάνι κισσού στον λαιμό του αιλουροειδούς και ως προς την τεχνική, αφού είναι κατασκευασμένο πλέον με κατεργασμένες ψηφίδες.
Πηγές: Προϊστορική και Κλασική Τέχνη,
Υπουργείο Πολιτισμού: odysseus.culture
Υπουργείο Πολιτισμού: odysseus.culture
Εργασία των μαθητριών του 5ου ΓΕΛ Σερρών
Μαργαριτοπούλου Ελισσάβετ
Λίτσα Παναγιώτα
Λίτσα Παναγιώτα
Μάθημα : Ιστορία Α΄Λυκείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου