Ο Mel Gibson επέστρεψε. Μετά από σκηνοθετική απουσία σχεδόν 10
ετών ( η τελευταία του ταινία ήταν το Apocalypto του 2008) και πολλή δυσφήμιση
λόγω του αντισημιτισμού που επέδειξε τόσο κατά τη σύλληψή του δέκα χρόνια
νωρίτερα, όσο σκηνοθετώντας το αιματοβαμμένο “Passion of The Christ”, ομολογώ
ότι ξαφνιάστηκα όταν είδα πως το κοινό τον υποδέχτηκε με τόση ευχαρίστηση.
Πληθώρα επαίνων ακούστηκαν για το μεγαλεπήβολο “Hacksaw Ridge”, με πολλούς να
το χαρακτηρίζουν την καλύτερη πολεμική ταινία μετά τη “Διάσωση του στρατιώτη
Ράιαν”. Με τόσο βαρύγδουπα σχόλια να ακούγονται σε άρθρα και συζητήσεις,
ξεκίνησα να βλέπω την πιο αντιπολεμική, όπως χαρακτηρίζεται, ταινία της
χρονιάς.
Το Hacksaw Ridge πραγματεύεται την αληθινή ιστορία ( το νέο κόλλημα του Hollywood είναι, όπως φαίνεται, η παραγωγή ταινιών που περήφανα φέρουν τον χαρακτηριστικό υπότιτλο “based on a true story”) του Desmond Doss, ενός στρατιώτη που, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου, αρνήθηκε να κρατήσει όπλο, ως αντιρρησίας συνείδησης, αλλά κατάφερε να διασώσει 75 τραυματίες από το πεδίο μάχης στη νήσο Okinawa της Ιαπωνίας. Ξεκινώντας από τα παιδικά χρόνια του πρωταγωνιστή, η ταινία περιγράφει την τραυματική του παιδική ηλικία, τη σχέση του με την οικογένειά του και κυρίως τον αλκοολικό πατέρα του, για να φτάσει στην κατάταξή του στο στρατό, τις δυσκολίες που συνάντησε εκεί λόγω των πεποιθήσεών του και φυσικά, τις πολεμικές του εμπειρίες και την τελική του αναγνώριση ως εθνικού ήρωα.
Θα ήταν αχάριστο να μην παραδεχτώ τις αρετές της ταινίας. Όχι
μόνο συμπεριλαμβάνει μια πειστική - και υποψήφια για Oscar - ερμηνεία από τον
Andrew Garfield στον πρωταγωνιστικό ρόλο, και τον Hugo Weaving στο ρόλο του
πατέρα, αλλά είναι θεαματική και έξυπνα σκηνοθετημένη. Έχει συναίσθημα, ένταση
και, ως χαρακτηριστική ταινία του Gibson, είναι τόσο βίαιη και αιματηρή, που
μόνο ο Quentin Tarantino θα μπορούσε να δημιουργήσει κάτι ανάλογο. Ο θάνατος
προσώπων δεν είναι σε καμία περίπτωση αδιάφορος, αφού μέχρι και οι λιγότερο
ανεπτυγμένοι χαρακτήρες είναι ενδιαφέροντες.
Όλα αυτά όμως είναι λεπτομέρειες που επιτεύχθηκαν από τον
σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς εν αγνοία των ίδιων, που ήταν πολύ απασχολημένοι
προσπαθώντας με διάθεση και μεράκι να προσδώσουν στην ταινία αντιπολεμικό
χαρακτήρα και να δικαιώσουν τους αντιρρησίες συνείδησης. Περιττό να πω ότι σε
αυτούς τους τομείς αποτυγχάνουν παταγωδώς.
Ας διατυπώσω λοιπόν τις θέσεις μου: Η τακτική που ακολουθεί η
ταινία τοποθετώντας τον Desmond στο εδώλιο του κατηγορουμένου και έπειτα
αποδεικνύοντας πόσο τολμηρό και βαθύτατα θρησκευόμενο άτομο είναι,
ανακηρύσσοντάς τον νικητή και υποχρεώνοντας οποιονδήποτε χαρακτήρα να
απολογηθεί γιατί τον υποτίμησε, είναι πολλάκις πεπατημένη και δεν αποδεικνύει
την ορθότητα της θέσης που υπερασπίζεται, αλλά την καλοσύνη του ατόμου που την
πρεσβεύει.
Επίσης, οι “ακλόνητες”
του πεποιθήσεις και η εντολή «ου φονεύσεις» που συνεχώς αντηχεί στο μυαλό του
τσαλακώνονται και καταπατούνται αμέτρητες φορές μέσα στην ταινία. Γιατί μπορεί
ο σκηνοθέτης να θεωρεί πως η άρνηση οπλοφορίας και η κατάταξη του πρωταγωνιστή
μας ως στρατιωτικού νοσοκόμου είναι αρκετές για να μας πείσουν για τη
φιλανθρωπία του και την εκτίμηση που τρέφει για την ανθρώπινη ζωή, όμως κάτι
τέτοιο είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό όταν λίγα λεπτά αργότερα στην ταινία, ο
Desmond τρέχει να σωθεί από τα εχθρικά πυρά ενώ σέρνει πάνω σε ένα πανί έναν
πληγωμένο αξιωματικό σε αργή κίνηση, ο
οποίος πυροβολεί Γιαπωνέζους συνοδευόμενος από ηρωική μουσική.
Η όλη φιλοσοφία του αντιρρησία αχρηστεύεται όταν
συνειδητοποιήσει κανείς πως ένα άτομο με ανάλογες πεποιθήσεις βοηθά στη μάχη,
συμβάν το οποίο συμπεριλαμβάνει απαραίτητα δολοφονίες ανθρώπων, και βοηθά όσους
σκοτώνουν να συνεχίσουν το “καθήκον” τους, σκοτώνοντας έμμεσα ανθρώπους και ο
ίδιος.
Από την άλλη, όταν ο Mel Gibson εξυψώνει στα μάτια των θεατών
το χριστιανικό φρόνημα του πρωταγωνιστή, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος προβάλλει
σκηνές ωμής και υπερβολικής βίας για να διασκεδάσει τα πλήθη και παράλληλα
ξεχειλίζει την ταινία με αμερικανικό πατριωτισμό και δείχνει μια σοβινιστική,
στερεοτυπική πλευρά των Ιαπώνων ( όχι, η σκηνή όπου ο Desmond βοηθά έναν
αντίπαλο δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ταινία είναι ρατσιστική), τότε λοιπόν
αναρωτιέται κανείς μήπως το δεύτερο μέρος σκηνοθετήθηκε από κάποιον κυνικό και
πολεμοχαρή υποκριτή, η αν ο Gibson καταλαβαίνει πλήρως τις αντιλήψεις που
υποτίθεται πως υποστηρίζει.
Κατανοώ ότι τα αγαπημένα θέματα του σκηνοθέτη είναι η θρησκεία
και η βία, αλλά ίσως θα ήταν ωφέλιμο για εμάς ως κοινό και για τον ίδιο ως
σκηνοθέτη πρώτον να κατανοήσει πως δε μπορεί να μπορεί να αναμίξει τα
ενδιαφέροντά του σε μια ταινία χωρίς να είναι αναπόφευκτα αντιφατικός και
δεύτερον, να προσπαθήσει να αξιοποιήσει το αναμφισβήτητο σκηνοθετικό του
ταλέντο σε κάποιο project που δεν αφορά αυτά τα δυο θέματα, για να μη καταλήγει
να υπογράφει υποτιθέμενες πασιφιστικές ταινίες που στάζουν αίμα από κάθε τρύπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου