Θέμα: Η καλλιέργεια των αμπελιών και τα προϊόντα τους
Υπόθεμα: Το τσίπουρο
Περίληψη
Η εργασία μας αφορά το τσίπουρο. Προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε το θέμα από πολλές πλευρές. Αρχικά, αναζητήσαμε πληροφορίες για την προέλευση του τσίπουρου. Η ιστορία του ξεκινά από τον 14ο αι. στο Άγιο Όρος από τους μοναχούς. Στη συνέχεια εξαπλώνεται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως την Ήπειρο. Έπειτα, ενδιαφερθήκαμε για την προετοιμασία του τσίπουρου. Η διαδικασία της προετοιμασίας είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς επηρεάζει καθοριστικά την ποιότητά του τσίπουρου. Η παραγωγή του τσίπουρου ήταν η επόμενη στάση στην αναζήτησή μας. . Κάθε χρόνο λίγο μετά το καλοκαίρι , το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο οι παραγωγοί ξεκινούν την διαδικασία παραγωγής του. Αυτόν τον καιρό συλλέγονται τα σταφύλια και ξεκινάει ο τρύγος . Τοποθετούνται σε άμβυκες και αποστακτήρια και έπειτα αρχίζει το βράσιμο. Έχοντας γίνει πλέον το βράσιμο ακολουθούν οι δυο αποστάξεις.
Στην συνέχεια αναφερόμαστε στην εμφιάλωση, τη διατήρηση του τσίπουρου καθώς και τη νοθεία και το κόστος του. Είναι αξιοσημείωτη η επισήμανση σε παραγωγούς, όπως ο Αποστολάκης. Το τσίπουρο έχει διαγράψει σημαντική πορεία. Από περιοχή σε περιοχή παρουσιάζονται διαφοροποιήσεις στη σύστασή του και εμφανίζεται με διαφορετικές ονομασίες όπως τσικουδιά, ρακή ή απλά τσίπουρο. Κατηγοριοποιείται ως προς το περιεχόμενό του όπως το γνωστό «με ή χωρίς γλυκάνισο;». αρκετοί μεζέδες μπορούν, ακόμη, να το συνοδέψουν. Επιπλέον, ανακαλύψαμε ότι το τσίπουρο μπορεί να έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Τέλος, βρήκαμε μαντινάδες που αναφέρονται στο τσίπουρο.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η έρευνα μας για το τσίπουρο ξεκίνησε στα πλαίσια του project δηλαδή της ερευνητικής εργασίας. Αρχίσαμε λοιπόν την αναζήτηση αφού βέβαια πρώτα θέσαμε τους προβληματισμούς και τα ερωτήματα που θεωρήσαμε ότι ήταν απαραίτητο να απαντηθούν. Έτσι λοιπόν εξελίχθηκε η εργασία. Αρχικά ενημερωθήκαμε για την ιστορία του τσίπουρου. Πρόκειται λοιπόν για μία μακραίωνη παράδοση του πολιτισμού μας. Πρώτη επαφή με το τσίπουρο είχαν οι μοναχοί στο Άγιο Όρος κατά τον 4ο αιώνα. Από τότε αυτό αποτελεί μέρος της ζωής του Έλληνα. Στην συνέχεια πληροφορηθήκαμε για το την παρασκευή του τσίπουρου. Προέρχεται από τα στέμφυλα των σταφυλιών δηλαδή θα λέγαμε την πέτσα τους. Έπειτα ακολουθεί η επεξεργασία τους και ο βρασμός τους που χάρη στα σάκχαρα των σταφυλιών προσδίδεται στο ποτό το οινόπνευμα που του χαρίζει την ξεχωριστή γεύση. Καίριο ζήτημα ήταν και οι διάφορες κατηγορίες του τσίπουρου. Εδώ συναντήσαμε πολλές παραλλαγές και πολλά μυρωδικά που βοηθούν στην τελειοποίηση του. Τέλος κατανοήσαμε την τεράστια σημασία του για την χώρας μας από την ασχολία των Ελλήνων από τα περισσότερα μέρη της Ελλάδας. Γιατί αυτό ενώνει τους Έλληνες μεταξύ τους και τους υπενθυμίζει το ένδοξο παρελθόν τους.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα προϊόντα απόσταξης είναι από πολλά χρόνια γνωστά και ευρέως διαδεδομένα. Στη λεκάνη της Μεσογείου αποστάζεται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) σταφύλι, ενώ στις χώρες που αυτό δεν ευδοκιμεί λόγω κλίματος, οι ανάγκες του ανθρώπου σε αλκοόλ καλύπτονται με αποστάγματα φρούτων, δημητριακών, ακόμη και …πατάτας. Ανεξάρτητα από την πρώτη ύλη, το σημαντικό είναι ότι το τελικό προϊόν διαμορφώνει μια «αλκοολική κουλτούρα» στον τόπο κατανάλωσης, η οποία κατά καιρούς επεκτείνεται γεωγραφικά με εμπορικά κριτήρια (βλ. τη διείσδυση του whiskey στον Ευρωπαϊκό Νότο ή την αντίστοιχη διάδοση της τεκίλας στις παραμεσόγειες χώρες). Όμως η έλλειψη κουλτούρας για κάποιο αλκοολούχο ποτό αποστεώνει τη χρήση του από τα παρελκόμενά της, οδηγώντας την τελικά στην απλή κατανάλωση.
Στην Ελλάδα έχουμε την κουλτούρα του κρασιού. Από πολύ παλιά όμως υπήρχε σχεδόν σε όλα τα μέρη το τσίπουρο, ως δευτερογενές παράγωγο της σοδειάς του αμπελιού. Η περισσότερη παραγωγή γινόταν κρασί, μιας και αυτό ήταν το «ευγενές» αλκοολούχο, ενώ στην απόσταξη κατέληγε ό,τι περίσσευε από το πατητήρι: λίγος μούστος, πολλά φλούδια και ακόμη περισσότερα τσάμπουρα. Με τα χρόνια, κάποια αποστάγματα απέκτησαν φήμη, δηλ. προοπτική ευρύτερης εμπορικής εκμετάλλευσης (τσίπουρο στη Θεσσαλία, ρακί στην Κρήτη), οπότε σιγά-σιγά άρχισε να αναπτύσσεται μια αυτόνομη κουλτούρα τσίπουρου και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σε επίπεδο οικιακής παραγωγής, για κάθε οχτώ ή δέκα εμπειροτέχνες οινοπαραγωγούς υπάρχει ένας μόνο που αποστάζει με προσοχή και ενδιαφέρον. Και αυτό είναι μάλλον παράλογο, μιας και η διεργασία παραγωγής τσίπουρου έχει σημαντικά ασφαλέστερο αποτέλεσμα για τον ερασιτέχνη από την αντίστοιχη για το κρασί: είναι πολύ πιο εύκολο να φτιάξεις πολύ καλό τσίπουρο από το να πετύχεις ανεκτό κρασί. Αρκεί να ακολουθήσεις με προσοχή τις απαιτήσεις της διεργασίας.
Το τσίπουρο
Τι είναι το τσίπουρο ;
Το τσίπουρο είναι ένα ελληνικό αλκοολούχο ποτό το οποίο ξεκίνησε την πορεία του πριν από επτά περίπου αιώνες στα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Η Τσικουδιά ή Ρακή στην Κρήτη είναι κάτι ανάλογο, ωστόσο η κυριότερη διαφορά του είναι ότι η τσικουδιά είναι προϊόν μονής απόσταξης.
Η ιστορία του τσίπουρου
Παραδοσιακό "καζάνι" ρακής στην Κρήτη
Η παραγωγή του τσίπουρου χάνεται μέσα στο βάθος του χρόνου, λέγεται όμως πως ξεκίνησε τον 14ο αιώνα στο Άγιο Όρος από μοναχούς που διαβιούσαν εκεί. Με τα χρόνια εξαπλώθηκε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Κρήτη.
Μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα η παραγωγή τσίπουρου γινόταν αποκλειστικά "κατ' οίκον", δεν υπήρχε δηλαδή μαζική βιομηχανική παραγωγή. Από παλιά, ένα άχρωμο αλκοολούχο ποτό παράγεται και πίνεται κάθε χρόνο σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Είναι γνωστό με διάφορα ονόματα: τσίπουρο, αράκ, γκράππα. Αποστάζεται από τα παραπροϊόντα του κρασιού, σαν ο άνθρωπος να θέλησε να εκμεταλλευτεί όσο το δυνατόν περισσότερο το δώρο των θεών, το αμπέλι.
Τσίπουρο ονομάζεται στην Ελλάδα το απόσταγμα από στέμφυλα. Παράδοση στην παραγωγή τσίπουρου έχουν η Μακεδονία, η Κρήτη, η Θεσσαλία, και η Ήπειρος.
Πρώτη ύλη για την παραγωγή αποστάγματος είναι τα στέμφυλα, δηλαδή η μάζα που απομένει μετά την συμπίεση του σταφυλοπολτού, με σκοπό την παραγωγή κρασιού. Αυτή η μάζα αποτελείται από τους φλοιούς των σταφυλιών, τα γίγαρτα (κουκούτσια) ενώ περικλείει και κάποιο ποσοστό αζύμωτου γλεύκους (μούστου), γλεύκους σε ζύμωση ή και πλήρους ζυμωμένου γλεύκους (κρασιού). Γενικά, τα γίγαρτα αποτελούν το 3-6%, η φλούδα το 6-9% και η σάρκα το 75-85% αυτής της μάζας. Η σάρκα του σταφυλιού αποτελείται κατά 0,5% από στερεά συστατικά. Τα στέμφυλα, για να δώσουν αλκοολούχο απόσταγμα, θα πρέπει αφενός να μην έχουν αποστραγγιστεί εντελώς και αφετέρου να έχουν υποστεί αλκοολική ζύμωση, ώστε τα σάκχαρα του εναπομένοντος μούστου να μετατραπούν σε αλκοόλη. Το τσίπουρο μπορεί να παραχθεί από στέμφυλα που είναι ζυμωμένα και προέρχονται από ερυθρή οινοποίηση με μικρότερη ή μεγαλύτερη ποσότητα κρασιού. Ακόμη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στέμφυλα που ζυμώνονται ξεχωριστά, από τον κύριο όγκο του γλεύκους, τα οποία προέρχονται από λευκά σταφύλια, αλλά και από ερυθρά σταφύλια, τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ροζέ ή λευκού κρασιού με απευθείας συμπίεση.
Πρώτη ενέργεια για την παραγωγή αποστάγματος από λευκά αζύμωτα στέμφυλα είναι η ζύμωσή τους. Η ζύμωση διαρκεί περίπου 30 ημέρες, όταν τα στέμφυλα ζυμώνονται μόνα τους, και πολύ λιγότερο όταν ζυμώνονται μαζί με το μούστο. Κατά την πρώτη απόσταξη παίρνουμε ένα απόσταγμα (σούμα) που αποτελεί το 15 με 20% του αρχικού όγκου. Μετά το τέλος της απόσταξης, το υπόλειμμα απορρίπτεται. Στη δεύτερη απόσταξη γεμίζουμε τον άμβυκα (καζάνι) κατά 80-90% με σούμα. Πολλές φορές, το προϊόν που λαμβάνεται από την πρώτη απόσταξη καταναλώνεται χωρίς να υποστεί δεύτερη απόσταξη. Το διπλοαποσταγμένο τσίπουρο, όμως, είναι καθαρότερο και λεπτότερο σε άρωμα και γεύση.
Στη δεύτερη απόσταξη είναι δυνατόν να προσθέσουμε αρωματικές πρώτες ύλες όπως γλυκάνισο, μάραθο, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο και μαστίχα. Μετά τη δεύτερη απόσταξη αφαιρούμε το πρώτο 0,5 με 1 λίτρο. Έχει μεγάλο αλκοολικό βαθμό και αποτελεί την «κεφαλή». Κατόπιν συλλέγουμε την «καρδιά» η οποία αντιπροσωπεύει το 50% του αρχικού όγκου. Είναι το κλάσμα που περιέχει τα επιθυμητά συστατικά και το οποίο, αφού αραιωθεί για να επιτύχουμε τους επιθυμητούς αλκοολικούς βαθμούς, θα δοθεί στην κατανάλωση ως τσίπουρο. Το υπόλοιπο, την «ουρά», το συλλέγουμε και το τοποθετούμε στα στέμφυλα ή στη σούμα για να γίνει νέα απόσταξη. Καλός αλκοολικός βαθμός θεωρείται αυτός των 38-45% κατ' όγκο.
Η παρακολούθηση της απόσταξης θέλει μεγάλη προσοχή. Η θέρμανση του άμβυκα μπορεί να γίνει με ξύλα, κάρβουνο ή υγραέριο. Στην περίπτωση ξύλων ή κάρβουνου, η θέρμανση ρυθμίζεται ανάλογα με την τροφοδοσία και με την παροχή αέρα, ανοίγοντας ή κλείνοντας την πόρτα που βρίσκεται κάτω από την εστία. Οι ατμοί νερού, αλκοόλης και άλλων πτητικών συστατικών θα κατευθυνθούν προς τον ψυκτήρα και θα παραληφθούν ως απόσταγμα.
Ο σύγχρονος τρόπος παρασκευής τσίπουρου από βιομηχανικές μονάδες γίνεται με τη μέθοδο της κλασματικής απόσταξης -ασυνεχούς απόσταξης κυρίως-, όπου χρησιμοποιούνται υψηλής ποιότητας κατασκευής ατμοκάζανα, πλήρως ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενα και ελεγχόμενα. Αυτό επιτρέπει την παρασκευή ενός πολλαπλά αποσταγμένου προϊόντος υψηλής ποιότητας, μειώνοντας τις ανεπιθύμητες ουσίες της απόσταξης στο ελάχιστο και επιτρέποντας στον παραγωγό να κάνει την επιθυμητή ανάμειξη μεταξύ κεφαλών, καρδιάς και ουρών.
Από τα τέλη του Οκτώβρη έως τα μέσα του Δεκέμβρη σε όλη την Ελλάδα «βράζει» ο τόπος. Παραδοσιακά καζάνια ετοιμάζουν το «αγιονέρι», με αποκορύφωμα τις διάφορες γιορτές τσίπουρου σε πολλές περιοχές (Μακεδονία, Ήπειρο), οι οποίες συνοδεύονται με παραδοσιακά γλέντια. H πώληση αποσταγμάτων για απ' ευθείας κατανάλωση ήταν απαγορευμένη μέχρι το 1988. Μόνο οι αμπελουργοί σε ορισμένες περιοχές είχαν το δικαίωμα να αποστάζουν και να εμπορεύονται, σε τοπικό επίπεδο, τα στέμφυλα, ενώ επιτρεπόταν και η πώληση του αποστάγματος σε εταιρείες παραγωγής οινοπνεύματος. Σήμερα, με την ψήφιση νόμου από το 1988 για την παραγωγή αποστάγματος στέμφυλων, επιτρέπεται η παραγωγή και διάθεση τσίπουρου σε όλη την Ελλάδα μόνο με ειδική άδεια. Το τσίπουρο αυτό φορολογείται, ενώ η διάθεση του μη εμφιαλωμένου (χύμα) αποστάγματος απαγορεύεται.
Περισσότερες πληροφορίες για τον ‘’ φτωχό αδερφό του κρασιού’’
Τσίπουρο. Ένα παραδοσιακό ποτό της Ελληνικής υπαίθρου. Για αιώνες, αποτελούσε το δευτερεύον προϊόν της αμπελοκαλλιέργειας και της οικιακής παραγωγής κρασιού, που ήταν διαδεδομένη σε όλη την επικράτεια. Είναι αυτό που θα λέγαμε ο ‘’φτωχός αδελφός του κρασιού’’ και ήταν πάντα συνυφασμένο με την ζωή του μέσου Έλληνα . Στην πορεία του μέσα στο χρόνο, συντροφεύει τον άνθρωπο της υπαίθρου στις καθημερινές του στιγμές. Πρωταγωνιστεί στις στιγμές της παρέας γύρω από το τραπέζι των μεζέδων . Συνοδεύει τις μικρές και μεγάλες χαρές αλλά και τις λύπες. Γίνεται σήμα κατατεθέν της φιλοξενίας και της πιο χαρακτηριστικής Ελληνικής της έκφρασης, του κεράσματος.
Η πρώτη αναφορά σε απόσταγμα στέμφυλων γίνεται στην Αρχαία Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών χρονών, όπου γίνεται λόγος για ένα ποτό, το «τρίμμα» το οποίο παρασκευαζόταν από το βράσιμο ( απόσταξη) φλοιών σταφυλιού. Η τέχνη της απόσταξης όμως αναπτύσσεται, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, στις μονές του Αγίου Όρους, στη χερσόνησο του Άθω. Και είναι οι μοναχοί του Αγίου Όρους, που μυούν τους μοναχούς των Μετεώρων στα μυστικά της απόσταξης. Βέβαια, η αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή των Μετεώρων μαρτυρείται από τη Νεολιθική Εποχή. Αρχαιολογικές ανασκαφές, στο προϊστορικό σπήλαιο της Θεόπετρας, έφεραν στο φως, ανάμεσα στα άλλα, κουκούτσια σταφυλιού. Ως τον 15ο αιώνα η τέχνη της απόσταξης του τσίπουρου ταξιδεύει και στις γύρω περιοχές. Στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, την υπόλοιπη Θεσσαλία, αλλά και στην Κρήτη καθώς και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας Για πολλούς αιώνες το τσίπουρο παραγόταν ερασιτεχνικά από τους χωρικούς, ως ένα μέσο αξιοποίησης των στέμφυλων, τα οποία διαφορετικά θα απορρίπτονταν. Η κατανάλωσή του γινόταν κυρίως από τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Βλέπετε ο ‘’φτωχός αδελφός του κρασιού’’ ταίριαζε περισσότερο στους ‘’φτωχούς συγγενείς’’ της ελληνικής κοινωνίας. Η παραγωγή του γίνονταν σε μικρούς χάλκινους άμβυκες, παλαιάς τεχνολογίας, σχεδόν ανεξέλεγκτα και κάτω από υποτυπώδεις συνθήκες υγιεινής. Επιτρεπόταν μικρή εμπορία μέσα στο νομό παραγωγής του και στους όμορους νομούς, πάντα σε χύμα μορφή, αφού κάθε είδους τυποποίηση ήταν απαγορευμένη. Ο λόγος; Ό νομοθέτης της εποχής ήθελε να ενισχύσει το εισόδημα των αγροτών και των κατοίκων των παραμεθόριων περιοχών , ώστε να παραμείνουν στις εστίες τους.
Το 1883, το επίσημο Ελληνικό κράτος θεσπίζει τον πρώτο νόμο για την φορολόγηση της αλκοόλης και το 1896 δίνονται οι πρώτες επίσημες άδειες για την παραγωγή αποστάγματος στέμφυλων.
Προετοιμασία
Η προετοιμασία είναι ο κρισιμότερος παράγοντας που επηρεάζει την ποιότητα του τελικού προϊόντος. Αν θέλουμε το τσίπουρό μας να είναι «καθαρό» πρέπει η πρώτη ύλη που θα χρησιμοποιήσουμε (σταφύλια, φρούτα κλπ.) να:
1.μην είναι ψεκασμένη με φυτοφάρμακα,
2.μην περιέχει στο μέτρο του δυνατού κοτσάνια, κουκούτσια, φύλλα και λοιπά ξένα σώματα,
3.είναι ώριμη, αλλά να μην έχει σάπια. Όταν βεβαιωθούμε ότι πληρούνται τα παραπάνω, αρχίζουμε με την δημιουργία της πρώτης ύλης που θα καταλήξει στο αποστακτήριο. Αυτή πρέπει να υποστεί τη διαδικασία της αλκοολικής ζύμωσης κάποιο διάστημα πριν αποσταχθεί. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι αποστάζεται όχι μόνο το σταφύλι, αλλά οτιδήποτε περιέχει σάκχαρα, από μέλι και ζάχαρη μέχρι φρούτα και πατάτες. Όμως, απ’ όλα αυτά, μόνο το σταφύλι περιέχει το ίδιο στη φλούδα του καρπού τους ζυμομήκυτες που απαιτούνται για να γίνει η αλκοολική ζύμωση. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ο μήκυτας πρέπει να προστεθεί τεχνητά με τη μορφή μαγιάς. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που αποστάζονται κυρίως σταφύλια. Από δω και πέρα λοιπόν θα αναφερόμαστε στη διαδικασία παραγωγής τσίπουρου από σταφύλι και μόνον, αφήνοντας τις λοιπές πρώτες ύλες (καρπούς, φρούτα, δημητριακά κλπ.) για μελλοντική συζήτηση.
Έστω λοιπόν ότι έχουμε τα σταφύλια μας που πληρούν την προδιαγραφή (α). Απομακρύνουμε τα κοτσάνια βγάζοντας τις ρώγες από κάθε τσαμπί. Αυτό γίνεται με το χέρι, αλλά και με κάποιο ειδικό μηχάνημα που λέγεται εκραγιστήριο. Ιδανικά, με μια φουρκέτα απομακρύνουμε και τα κουκούτσια, αλλά κάτι τέτοιο προϋποθέτει πολύ μικρή παραγωγή και …υπομονή φυλακισμένου! Ταυτόχρονα, απομακρύνουμε τυχόν χαλασμένες και σάπιες ρώγες, κάνοντας έτσι την πρώτη ύλη μας να πληροί τις προδιαγραφές (β) και (γ). Στη συνέχεια «πατάμε» τα σταφύλια (δηλ. τις ρώγες, μιας και τα κοτσάνια απομακρύνθηκαν πριν) είτε με τα πόδια «α λα παλαιά» είτε τα περνάμε μια φορά από τη μηχανή σύνθλιψης (πιεστήριο ή θλιπτήριο), η οποία μπορεί να είναι και η ίδια με το εκραγιστήριο. Το υγρό μίγμα που προκύπτει και το οποίο περιέχει το χυμό και τις φλούδες του σταφυλιού (άντε και τα κουκούτσια…), λέγεται γλεύκος και είναι αυτό που θα αποσταχθεί αργότερα. Προς το παρόν το βάζουμε σε βαρέλια ανοιχτά στον αέρα και το φυλάσσουμε σε δροσερό και σκοτεινό μέρος. Καλό είναι τα βαρέλια να είναι πλαστικά και με μεγάλο άνοιγμα για να πλένονται και να δουλεύονται εύκολα. Εννοείται ότι το άνοιγμα το καλύπτουμε με τούλι, για να μην πέφτουν μέσα στο βαρέλι σκόνες και σκουπίδια. Μια δυο φορές την ημέρα, αναδεύουμε αργά. Από τη στιγμή που μπαίνει το γλεύκος στο βαρέλι, αρχίζει η αλκοολική ζύμωση**, η οποία διαρκεί δεκαπέντε με σαράντα μέρες, ανάλογα με τον καιρό, δηλ. τη θερμοκρασία και την υγρασία. Καλό είναι από καιρό σε καιρό να μετράμε το γλεύκος μας με το μουστόμετρο. Αυτό είναι μια συσκευή η οποία δείχνει το ποσοστό ζάχαρης που περιέχεται στο γλεύκος ή -ακριβέστερα- τα κιλά ζάχαρης που περιέχονται σε 100 κιλά γλεύκους. Η περιεκτικότητα αυτή είναι στην πραγματικότητα ο βαθμός ωρίμανσης του γλεύκους. Γενικά, μια τιμή κοντά στο 20 μας λέει ότι ήρθε η ώρα να πάμε για απόσταξη.
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ
Η παραγωγή του τσίπουρου όπως είδαμε ξεκινά πολλά χρόνια πριν. Ακόμη και σήμερα αποτελεί μία παράδοση, ένα έθιμο σε πολλές περιοχές της Ελλάδας . Με την πάροδο του χρόνου το τσίπουρο παρέμεινε ίδιο . Μπορεί τα μηχανήματα να εξελίχθηκαν μα η τεχνική διατηρήθηκε. Κάθε χρόνο λίγο μετά το καλοκαίρι , το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο οι παραγωγοί ξεκινούν την διαδικασία παραγωγής του. Αυτόν τον καιρό συλλέγονται τα σταφύλια και ξεκινάει ο τρύγος . Σε πολλές περιοχές αυτό σηματοδοτεί την έναρξη εκδηλώσεων για τον εορτασμό αυτού του γεγονότος. Στην συνέχεια τα σταφύλια μεταφέρονται από το αμπέλι με πλαστικές κλούβες ή με μεταλλικές κόφες σε ειδικές δεξαμενές (στέρνες) φτιαγμένες συνήθως από μπετόν με χωρητικότητα από 4 έως 20 τόνους. Τοποθετούνται στις δεξαμενές και ακολουθεί η ζύμωση τους Η παράδοση αυτή αναβιώνει από την τουρκοκρατία . Την εποχή των «καζανιών», εκεί που οι άμβυκες και οι αποστακτήρες δουλεύουν νύχτα-μέρα γύρω απ ’τη φωτιά ακολουθώντας χρόνια τώρα το ίδιο τελετουργικό.
Αρχικά τα στέμφυλα ή τσίπουρα (στέμφυλα ή τσίπουρα είναι το στέρεο υπόλειμμα των σταφυλιών μετά την απομάκρυνση του μούστου) τοποθετούνται με κουβάδες μέσα στον άμβυκα (καζάνι), πρόκειται για ένα βραστήρα χωρητικότητας συνήθως 130 κιλών. Εκεί προστίθεται ένα μέρος από τα υγρά τα ζύμωσης λίγο νερό και κάποια μυρωδικά ( με κυριότερο το γλυκάνισο). Ζύμωση είναι μία οργανική αντίδραση που γίνεται με την βοήθεια ενζύμων . Έτσι δημιουργούνται μύκητες που μετατρέπουν την ζάχαρη σε οινόπνευμα.
Έπειτα κλείνει το καζάνι το οποίο βρίσκεται πάνω στο φούρνο με ένα μπρούτζινο καπάκι . Η φωτιά ρυθμίζεται να καίει σιγά σιγά και έτσι αρχίζει το βράσιμο.
Μόλις το υλικό του καζανιού αρχίζει να βράζει, σηματοδοτείται η έναρξη της απόσταξης. Οι υδρατμοί μέσω ενός σωλήνα ξεκινούν από την κορυφή του καπακιού κατευθύνονται στο τόξο (λουλάς) που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ακόμη σωλήνας σε σχήμα Π, ο οποίος καταλήγει με ειδική υποδοχή σ’ ένα φαρδύτερο σωληνοειδές εξάρτημα, τη λάντζα βουτηγμένη σε μια μεγάλη δεξαμενή με κρύο νερό ώστε οι ατμοί να ψύχονται και να υγροποιούνται. Η πορεία των υδρατμών συνεχίζεται στο κάτω μέρος της δεξαμενής σε στενότερους σωλήνες που βρίσκονται γύρω-γύρω στα τοιχώματα (σερπαντίνα) με ελαφρά κλίση για να μην κρατούν τα υγρά. (Το νερό της δεξαμενής αντικαθίστανται διαρκώς για να παραμένει κρύο). Τώρα πια φτάνουμε στο τέλος της πρώτης απόσταξης. Οι βαθμοί στο πρώτο απόσταγμα ξεκινούν από 27 και πρέπει να φτάσουν στο τέλος της καζανιάς τους 17. 15 ή και 14. Αυτή η πρώτη απόσταξη λέγεται «σούμα» ή «χάμικο» γιατί μυρίζει και καίει πολύ στη γεύση και διαρκεί μία περίπου ώρα. Η διαδικασία παραγωγής του τσίπουρου δεν τελειώνει εδώ. Αποστάζεται για δεύτερη φορά . Αλλά αυτή την φορά το καζάνι δεν περιέχει τα στέμφυλα αλλά το προϊόν της πρώτης απόσταξης. Αυτή η δεύτερη απόσταξη τελειοποιεί το τσίπουρο και το κάνει πιο εύγεστο.
Σήμερα με την πρόοδο της τεχνολογίας οι αποστακτήρες έχουν βελτιωθεί. Αποτελούνται από τον λέβητα, την στήλη ανακαθαρισμού (κλασματικής απόσταξης) και τον συμπυκνωτή(ψυκτήρα). Κάνοντας την παραγωγή του τσίπουρου ακόμα πιο εύκολη και σύγχρονη
Εμφιάλωση - Διατήρηση
Όταν τελειώσει η απόσταξη, βάζουμε το τσίπουρο σε γυάλινες νταμιτζάνες και μπουκάλια. Αποφεύγουμε τα πλαστικά, διότι υπάρχει μια, έστω και μικρή, αλληλεπίδραση με τον αέρα, οπότε σιγά-σιγά το οινόπνευμα εξατμίζεται και οι βαθμοί του τσίπουρου πέφτουν. Το φως δεν επηρεάζει τη διατήρησή του, σε αντίθεση με τη θερμοκρασία, όπου δεν το ευνοεί η μεγάλη ζέστη. Καλό λοιπόν είναι να φυλάσσεται σε δροσερό μέρος. Σε αντίθεση με τα αντιθέτως θρυλούμενα, το τσίπουρο δεν παλιώνει. Μια σωστά συσκευασμένη παραγωγή παραμένει της ιδίας συστάσεως, αρώματος και γεύσης όσα χρόνια κι αν περάσουν. Οι περιπτώσεις που αναφέρονται σε «ωρίμανση τσίπουρου», στην πραγματικότητα είναι μη-αεροστεγώς συσκευασμένες παραγωγές οι οποίες είτε «ξεθυμαίνουν» με το χρόνο (επειδή όπως είπαμε εξατμίζεται το αλκοόλ) είτε τα αρωματικά τους πρόσθετα αντιδρούν με τον ατμοσφαιρικό αέρα αλλοιώνοντας τη γεύση. Υπάρχει και η πολύ μικρή περίπτωση όπου σε βάθος χρόνου τα αρωματικά αντιδρούν με το οινόπνευμα παράγοντας δευτερογενή αρωματικά, πράγμα μάλλον ανεπιθύμητο, αφού αλλοιώνει ανεξέλεγκτα τη γεύση και το άρωμα. Άρα πρέπει να προσέχουμε αν και ποια αρωματικά θα βάλουμε στην παραγωγή μας.
ΛΙΓΗ ΧΗΜΕΙΑ. . .
Το τσίπουρο από χημικής πλευράς είναι ένα υδάτινο διάλυμα κυρίως αιθυλικής αλκοόλης, άλλων αλκοολών, πτωτικών οξέων, αλδεϋδών, εστέρων και άλλων πτωτικών ουσιών που υπήρχαν στο αρχικό μίγμα και μεταφέρθηκαν στο απόσταγμα προσδίδοντας σε αυτό χαρακτηριστική γεύση, οσμή και ιδιότητες. Είναι δηλαδή ένα αλκοολούχο ποτό που προέρχεται από την απόσταξη των ζητηθέντων στέμφυλων και άλλων παραπροϊόντων της οινοποίησης.
Τα βήματα για την παραγωγή του τσίπουρου από πλευράς χημείας είναι τα εξής:
α. Ζύμωση
Μόλις πιέσουμε τα σταφύλια και παραλάβουμε το χυμό τους, τα σάκχαρα που υπάρχουν σ ’αυτόν με τη βοήθεια μυκήτων μετατρέπονται κύρια σε αιθυλική αλκοόλη (η βασική αλκοόλη των ποτών) και δευτερεύοντα σε άλλες αλκοόλες, αλδεΰδες, εστέρες. Παράλληλα εκλύεται διοξείδιο του άνθρακα (αέριο) και θερμότητα. Η ζύμωση είναι μια κρίσιμη διαδικασία που μπορεί, ανάλογα με τις συνθήκες, να δώσει και πλήθος άλλων προϊόντων χρήσιμων ή αχρήστων.
Το μίγμα που παίρνουμε είναι το κρασί και τα παραπροϊόντα που αναφέραμε παραπάνω και έχει οινοπνευματικό βαθμό περίπου 11-12 βαθμούς ( μέρη αλκοόλης σε 100 μέρη μίγματος) ανάλογα με τα αρχικά σάκχαρα του γλεύκους.
β. Διαχωρισμός του κρασιού
Αφού παραλάβουμε όπως είπαμε το κρασί, μας απομένουν τα παραπροϊόντα, που είναι τα στέμφυλα και τα κατακάθια (οινολάσπη) που όπως είπαμε θα γίνουν τσίπουρο. Αυτά συγκεντρώνονται και οδηγούνται για απόσταξη.
γ. Απόσταξη
Σύμφωνα με τον ορισμό της: απόσταξη ονομάζεται η μέθοδος με την οποία απομονώνεται ένα «καθαρό» υγρό από ένα μίγμα. Η μέθοδος έγκειται στην θέρμανση του μίγματος μέχρι που αρχίζει η αλλαγή φάσης της ουσίας που θέλουμε να πάρουμε (υγρό –αέριο), σχηματίζονται δηλαδή ατμοί. Οι ατμοί αυτοί οδηγούνται σε σχετική διάταξη ενός μέσου που ονομάζεται συμπυκνωτής όπου εκεί ψύχονται (συνήθως με την βοήθεια νερού το οποίο είναι άφθονο και έχει πολύ καλή ψυκτική ικανότητα λόγω της μεγάλης του θερμοχωρητικότητας) και λαμβάνει χώρα η αντίστροφη αλλαγή φάσης (αέριο – υγρό). Σύμφωνα με την φυσική κατά την συγκεκριμένη αλλαγή φάσης πρώτης τάξης2 η θερμοκρασία διατηρείται σταθερή μέχρι το πέρας της. Η απόσταξη δεν χρησιμοποιείται μόνο για την τέρψη των ανθρώπων (παραγωγή αλκοολούχων ποτών με υψηλή συγκέντρωση οινοπνεύματος) αλλά για τεχνολογικούς σκοπούς (διαχωρισμός πετρελαίου από τα παράγωγά του) και επιστημονικούς σκοπούς (παραγωγή «απόλυτα» καθαρών ουσιών).
ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ
Στην Ελλάδα το τσίπουρο, όπως προαναφέραμε, είναι μία μακραίωνη παράδοση. Δεν είναι λίγοι οι Έλληνες που την διατηρούν για χρόνια και συνεχίζουν να παράγουν τσίπουρο. Το πιο γνωστό και ευρέως διαδεδομένο τσίπουρο παράγεται στον Τύρναβο.
Ο πρώτος παραγωγός και εφευρέτης του τσίπουρου στον Τύρναβο
Άλλο ένα παράδειγμα παραγωγού τσίπουρου είναι ο Αποστολάκης
Το τσίπουρο Αποστολάκη
Κόστος - Νοθεία
Αν όλα γίνουν σωστά και νόμιμα, το κόστος του αποστάγματος δεν είναι ευκαταφρόνητο. Χοντρικά κοστίζει περίπου 3 ευρώ το λίτρο (συμπεριλαμβανομένης και της αγοράς των σταφυλιών), αν υποθέσουμε ότι έχουμε ήδη τον απαραίτητο εξοπλισμό (βαρέλια, όργανα, νταμιτζάνες κλπ.) και χωρίς να υπολογίσουμε στο κόστος τον κόπο μας και τα μεταφορικά. Όσο πιο μεγάλη είναι η ποσότητα που παράγουμε, τόσο μειώνεται το κόστος. Το σχετικά υψηλό κόστος παραγωγής έχει οδηγήσει σε υψηλά ποσοστά νοθείας. Πολλοί λοιπόν παραγωγοί που διαθέτουν τσίπουρο προς εμπορία, προσθέτοντας διάφορα χημικά (ζάχαρη, μελάσα γαλαζόπετρα και ό,τι άλλο) για να ανεβάσουν τους αλκοολικούς βαθμούς. Το λιγότερο που προκαλούν αυτές οι μέθοδοι παραγωγής είναι εύκολη μέθη και πονοκεφάλους, ενώ κάποια χημικά μπορούν να προκαλέσει σοβαρά ή και μόνιμα προβλήματα στον ανθρώπινο οργανισμό. Γενικά, κανείς εμπειροτέχνης παραγωγός δε νοθεύει το προϊόν του, ενώ και οι επώνυμες παραγωγές είναι κατά κανόνα υψηλής ποιότητας (γι’ αυτό και ιδιαίτερα ακριβές). Συνήθως, το νοθευμένο τσίπουρο διοχετεύεται σε χώρους μαζικής κατανάλωσης «χύμα» αλκοόλ (καφενεία, ουζερί κλπ.), γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε τι και κυρίως πόσο καταναλώνουμε σε τέτοιες εξόδους.
ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ
Το τσίπουρο / η τσικουδιά είναι ένα αυθεντικό Ελληνικό προϊόν συνδεδεμένο άρρηκτα με τον τρόπο ζωής, φιλοξενίας και διασκέδασης των Ελλήνων. Αποτελεί το ποτό του λαού μας και συνδέεται άρρηκτα με τον πολιτισμό μας . Το γεγονός ότι η παραγωγή του δεν έπαψε, αποδεικνύει την άξια και την σημασία του για εμάς.
Περιοχές σε όλη την Ελλάδα είναι ξακουστές για την παραγωγή αυτού του συμβολικού ποτού. Μακεδονία , Θεσσαλία, Κρήτη, Τύρναβος είναι κάποιες από αυτές. Όλες αυτές οι περιοχές ταύτισαν την ιστορία τους με αυτήν του τσίπουρου εμπλουτίζοντάς την με στοιχεία του.
Το τσίπουρο, ως ποτό που προέρχεται από το σταφύλι, μας παραπέμπει διαχρονικά στις παραδοσιακές άξιες της Ελληνικής φύσης, στα πολύτιμα αγαθά της υπαίθρου μας, στο αυθεντικό και στο φιλόξενο του χαρακτήρα των ανθρώπων της. Από παλιά παραμένει το κατ’ εξοχήν κέρασμα της φιλοξενίας μας. Είναι το ποτό που μας χαλαρώνει, μας κάνει να συμμετέχουμε, να επικοινωνούμε με την παρέα μας και μας ενώνει γύρω από ένα τραπέζι με μεγάλη ποικιλία από μικρά πιάτα πικάντικων Ελληνικών μεζέδων του βουνού και της θάλασσας που εναλλάσσονται διαρκώς. Πράγματι έντονες γεύσεις κρεατικών και θαλασσινών, με ποικίλους τρόπους μαγειρεμένων, ώριμα τυριά και αλλαντικά και καθαρές γεύσεις από γήινους μεζέδες όπως λαχανικά τουρσί, άγρια μανιτάρια στη σχάρα, ντομάτα με χοντρό αλάτι, ελιά με παξιμάδι, πατάτα οφτή κλπ. είναι ιδανικοί συνοδοί του τσίπουρου αρκεί να μην τρώμε για να χορτάσουμε, αλλά να τσιμπάμε με συχνές διακοπές, για να διεγείρουμε τα γευστικά επιθήλια της στοματικής κοιλότητας.
Το τσίπουρο, λόγω της έντονης γεύσης του και των χωνευτικών του ιδιοτήτων, μπορεί επίσης να κλείσει ευχάριστα ένα πλούσιο γεύμα.
Η μακραίωνη παράδοση του τσίπουρου
Η πορεία του τσίπουρου
ΤΣΙΠΟΥΡΟ (ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ)
Η ρακή, το τσίπουρο, η τσικουδιά
Το πρώτο που πρέπει να διευκρινίσουμε είναι ότι η ρακή, το τσίπουρο και η τσικουδιά είναι το ίδιο ποτό: Απόσταγμα από τα ράκη των σταφυλιών (τα πατημένα σταφύλια), του οποίου η παραγωγή λέγεται ότι ξεκίνησε στο Άγιο Όρος το 14ο αιώνα και σταδιακά εξαπλώθηκε στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θράκη, τη Θεσσαλία και την Κρήτη. Η απόσταξη γινόταν πάντα «κατ’ οίκον» στα «καζανέματα», που ξεκινούσαν μετά τον τρύγο -στα τέλη Οκτώβρη- και είχαν εορταστικό χαρακτήρα.
Τι μπαίνει στο καζάνι;
Το τσίπουρο είναι εξ ολοκλήρου ένα απόσταγμα από σταφύλια, σε αντίθεση με το ούζο που προέρχεται από την απόσταξη διάφορων γεωργικών προϊόντων και όχι απαραιτήτως σταφυλιών.
Η πρώτη ύλη: Η βάση του τσίπουρου είναι οι φλούδες από τα πατημένα σταφύλια (στέμφυλα), οι οποίες αφήνονται να ζυμωθούν για ένα μήνα, ούτως ώστε τα σάκχαρά τους να γίνουν αλκοόλη.
Η απόσταξη: Στη συνέχεια, τα στέμφυλα αποστάζονται σε άμβυκες (ρακοκάζανα). Τα περισσότερα τσίπουρα αποστάζονται μία φορά, ωστόσο η γεύση και το άρωμά τους είναι ανώτερα όταν αποστάζονται δύο φορές. Για να καταναλωθεί το απόσταγμα, πρέπει πρώτα να αραιωθεί με νερό, μέχρις ότου οι αλκοολικοί του βαθμοί φτάσουν τους 40-45%.
Με ή χωρίς γλυκάνισο;
Το τσίπουρο με γλυκάνισο απαντάται σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας (π.χ. Βόλος, Λάρισα, Καρδίτσα). Η προσθήκη γλυκάνισου δίνει μια πιο γλυκιά και αρωματική γεύση στο τσίπουρο, ενώ στην περίπτωση αυτή, όταν προστίθεται πάγος ή νερό, το τσίπουρο θολώνει, όπως και το ούζο. Επίσης, στο εμπόριο κυκλοφορεί και τσίπουρο αρωματισμένο με κρόκο, που του χαρίζει ένα κιτρινωπό χρώμα.
Τι να γράφει η ετικέτα;
Στην ετικέτα μιας φιάλης τσίπουρου επιτρέπεται να αναγράφεται:
● Η ένδειξη «τσίπουρο» ή «τσικουδιά», όχι όμως και η ονομασία «ρακή», η οποία, παρότι έχει επικρατήσει σε πολλές περιοχές της Κρήτης και της νησιωτικής Ελλάδας, σήμερα είναι κατοχυρωμένη τουρκική ονομασία.
● Οι ενδείξεις «Τσικουδιά Κρήτης», «Τσίπουρο Μακεδονίας», «Τσίπουρο Τυρνάβου» και «Τσίπουρο Θεσσαλίας», εφόσον το τσίπουρο έχει παραχθεί σε αυτές τις περιοχές.
● Η ένδειξη «με γλυκάνισο», εφόσον περιέχει αυτό το αρωματικό.
Με πάγο ή χωρίς;
Σερβίρεται σκέτο και δροσερό -αλλά όχι παγωμένο-, σε μικρά ποτήρια. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, σερβίρεται και σε ψηλό ποτήρι με πάγο. Το τσίπουρο με γλυκάνισο συνήθως σερβίρεται με πάγο και νερό, όπως το ούζο.
Πριν ή μετά το φαγητό;
Το τσίπουρο πίνεται ως ορεκτικό πριν από το φαγητό, με συνοδεία μεζέδων. Σε αντίθεση με το ούζο, το τσίπουρο (χωρίς γλυκάνισο) μπορεί να καταναλωθεί και μετά το γεύμα, ως χωνευτικό.
Με τι μεζέ;
Το τσίπουρο παράγεται κατά κύριο λόγο σε ορεινά μέρη, γι’ αυτό και συνδυάζεται με «γήινα» και βαριά εδέσματα, όπως τσιγαριστά, τηγανητό ψωμί, σύγκλινο (παστό χοιρινό), λουκάνικα, τυριά, καυτερές πιπεριές κλπ. Στα τσιπουράδικα του Βόλου, από την άλλη μεριά, κυριαρχούν οι θαλασσινοί μεζέδες. Είναι προφανές ότι κάθε τόπος έχει τις ιδιαιτερότητές του, αλλά και κάθε πότης τα γούστα του. Πάντως, δεδομένου ότι το τσίπουρο δεν γλυκίζει, όπως το ούζο, θεωρείται ότι του ταιριάζουν πιο «δυνατοί», καυτεροί και πικάντικοι μεζέδες.
Ποιο είναι πιο δυνατό;
Οι αλκοολικοί βαθμοί του τσίπουρου συνήθως είναι υψηλότεροι από αυτούς του ούζου, οπότε το τσίπουρο μπορεί να θεωρηθεί πιο «δυνατό». Από την άλλη μεριά, όμως, το ούζο έχει τη φήμη ότι «χτυπάει στο κεφάλι». Η αλήθεια είναι ότι και τα δύο ποτά είναι εξαιρετικά αλκοολούχα και μπορούν εύκολα να προκαλέσουν μέθη. Πάντως, η φήμη που συνοδεύει το ούζο έχει αποδοθεί σε διάφορους λόγους, όπως στη ζάχαρη που μπορεί να περιέχεται στο «απλό» ούζο - ο συνδυασμός ζάχαρης και αλκοόλης προκαλεί γρηγορότερα μέθη. Ακόμη, εκτιμάται ότι ο πονοκέφαλος μπορεί να οφείλεται στα συναπόστακτα (ή ζυμέλαια, όπως η μεθανόλη) που μπορεί να περιέχει η αλκοόλη που προμηθεύονται οι αποσταγματοποιοί. Τέλος, ο πονοκέφαλος έχει αποδοθεί και στο ότι τα «απλά» ούζα δεν είναι εξ ολοκλήρου προϊόν απόσταξης, αλλά ανάμειξης συστατικών.
Πώς επιδρούν;
Το τσίπουρο (χωρίς γλυκάνισο) θεωρείται εξαίρετο χωνευτικό. Επίσης, χάρη στην αλκοόλη που περιέχει, προκαλεί αγγειοδιαστολή και μείωση της πίεσης. Ακόμη, έχει αντιμικροβιακές ιδιότητες, γι’ αυτό, άλλωστε, και χρησιμοποιείται σε πολλά γιατροσόφια, όπως το ρακόμελο για το κρυολόγημα, αλλά και οι εντριβές και οι κομπρέσες με ρακή για τον πυρετό και τον πονοκέφαλο, αντίστοιχα.
Θεραπευτικες ιδιοτητες τσιπουρου
Εισαγωγή: Στον Ελληνικό χώρο οι παραδοσιακές θεραπείες αναπτύχθηκαν πολύ καθώς, αν και ευλογημένος καθώς ανθίζουν πλήθος θεραπευτικών βοτάνων, δεν ήταν ποτέ πλούσιος τόπος από άποψη πόρων. Στις παραδοσιακές οικογένειες φρόντιζαν να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες σε φάρμακα από τα δώρα της φύσης που άνθιζαν σε κάθε τόπο. Εφάρμοζαν την πρόληψη και όχι μόνο τη θεραπεία όσον αφορά τη χρήση των βοτάνων, καθώς δεν περίμεναν να αρρωστήσουν, αλλά αντίθετα προλάβαιναν τα κρυολογήματα και αντιμετώπιζαν έγκαιρα ότι μπορούσαν. Όταν πια αρρώσταιναν, ακόμα και τότε γνώριζαν τους πρακτικούς τρόπους αντιμετώπισης και μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις θα κατέφευγαν στον πρακτικό, τη μαμή, τον παπά, τη μάγισσα, ή το γιατρό της περιοχής.
ΓΛΥΚΑΝΙΣΟ
Το άρωμα του ούζου, ορισμένων ειδών τσίπουρου και ρακί. Είναι τονωτικό και ενεργοποιεί το νευρικό σύστημα, αλλά και αντίστοιχα τονώνει και ενεργοποιεί το πεπτικό σύστημα. Το λικέρ από σπόρους γλυκάνισου σε οινόπνευμα βοηθά στην πέψη σε επώδυνη δυσπεψία. Είναι καλό αποχρεμπτικό, κατάλληλο για το στομάχι, αντισπασμωδικό, διουρητικό, εμμηναγωγό. Ως κατάπλασμα βοηθά σε εκχυμώσεις.
Μαντινάδες σχετικές με το τσίπουρο
1. Μιλάς και εσύ μα σίγουρα σαν την εδοκιμάσεις της Πρέβεζας τα τσίπουρα θα θέλεις να ξεχάσεις.
2. Κάθονται τα πουλάκια μου ρακές και τσίπουρα πίνουν κ’οσο και να τα παρακαλώ εμένα δεν μου δίνουν.
3. Βαλε να πιεις νεραΐδα μου κερνάει το κοπέλι μα σαν θα ’ρθουν τα τσίπουρα χορεύεις τσιφτετέλι.
4. Νεραΐδα άκου την Ηρώ και σήμωσε κοντά μας γιατί ρακί έχει όση θες να πιούμε στην υγεία μας. Ηρώ, εσύ επείσμωσες τσίπουρο να κεράσεις φιλόξενη μην δεν σε πουν και από ντροπή να σκάσεις.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το τσίπουρο είναι στοιχείο της Ελλάδας. Όπως διαπιστώνεται από την ερευνητική έκθεση δεν πρέπει να υποτιμάμε την αξία του αλλά να εκτιμήσουμε την ιστορία του, την αξία του και να κατανοήσουμε το ρόλο του. Γιατί εκτός από την πολιτιστικό στοιχείο αποτελεί και πηγή εισόδων για την χώρα μας. Σε όλη την Ελλάδα συναντάμε περιοχές οι οποίες ζουν από την παραγωγή του τσίπουρου. Ακόμη δεν είναι λίγοι οι ξένοι επισκέπτες στη χώρα που επιθυμούν να δοκιμάσουν αυτό το ξεχωριστό ποτό που με την έντονη γεύση του χαράσσεται στις μνήμες τους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η έρευνα μας για το τσίπουρο δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες. Η ενασχόληση μας με αυτό ήταν ευχάριστη αφού πρόκειται για ένα στοιχείο της χώρας μας. Βέβαια όπως ήταν φυσικό δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα προβλήματα κατά την αναζήτηση των σχετικών πληροφοριών. Είναι όμως σημαντικό να γνωρίσουμε το τσίπουρο. Η αξία του είναι καλό να επισημαίνεται γιατί η ιστορία μας είναι συνδεδεμένη με αυτό . Επομένως αξίζει να μάθουμε κάποια πράγματα για να γνωρίσουμε και την παράδοση μας.
Γ΄Ομάδα:
Μαρία Ταπάσκου
Στέλλα Ταπάσκου
Ιωάννα Τζώρτογλου
Πασχαλία Τρούπη
Ιωάννα Χατζηζαχαρίου
Σοφία Χριστοφορίδου
Όνομα καθηγητή: Σαμαράς Χριστόδουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου