Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Το χαμόγελο μιας άγνωστης…

   Χριστούγεννα…Κάθεται μπροστά στο δέντρο με τα φωτάκια και κλαίει. Γύρω της δεν υπάρχει κανείς. Είναι μόνη της. Μόνη της μπροστά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και κλαίει. Ποιος ξέρει τι της συμβαίνει; Είναι μέρες χαράς και αυτή λυπάται. Δεν ξέρω ποια είναι. Απλά κάθεται εκεί και κλαίει. Είναι μικρή. Ίσως για κάποιον χαμένο έρωτα…ίσως για τις δυσκολίες του σχολείου…ίσως για τα όνειρα που πήγαν χαμένα… όμως είναι Χριστούγεννα ! Πως γίνεται να λυπάται; Είναι η γιορτή που πρέπει να είναι όλοι χαρούμενοι αν όχι ευτυχισμένοι…ΠΡΕΠΕΙ;;; Μάλλον γι’ αυτό κλαίει…γιατί τέτοιες μέρες σε αναγκάζουν να είσαι καλά…Αυτή όμως κλαίει.

   Δεν μπορώ ν’ αφήσω έτσι την κατάσταση. Πλησιάζω και την ρωτάω τι της συμβαίνει. Απλά με κοιτάζει. Είναι δυο καρδιές ζωγραφισμένες στα μάτια της. Απορώ. Βλέπω μέσα στα μάτια της και βλέπω δυο καρδιές…Δυο δακρυσμένες καρδιές. “Mα τι σου συμβαίνει;” Την ρωτάω. Και τότε σταματάει να κλαίει και με κοιτάει γι’ άλλη μια φορά. Με παίρνει από το χέρι και αρχίζει να τρέχει. Βγαίνουμε απ’ το σπίτι και συνεχίζουμε να τρέχουμε…Ξαφνικά σταματάει. Σταματάει σε μια γωνία ενός πάρκου. Κι εγώ μαζί της. “ Κοίτα” μου λέει. “Τον βλέπεις…;;” Μου έδειχνε έναν άντρα, ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο, έχοντας μονάχα μαζί του…μια ψυχή! Μια μικρή ψυχή…ένα μωρό! “ Δεν καταλαβαίνω” της είπα. “Δεν πειράζει ” μου απάντησε. “Απλά κοίτα τον…” και αρχίσαμε πάλι να τρέχουμε… τρέξαμε πολύ αυτή τη φορά…ώσπου σταματήσαμε μπροστά σ’ ένα σπίτι.
   Χτύπησε την πόρτα και ξαφνικά βρεθήκαμε μέσα. Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά μου. Υπήρχε μια γυναίκα ξαπλωμένη στον καναπέ…κουλουριασμένη και παγωμένη. Μάλλον ήταν άρρωστη! Το χέρι που μας είχε ανοίξει την πόρτα ήταν το 5χρονο αγοράκι της. “ Τι συμβαίνει” τη ρώτησα. “Γιατί μ’ έφερες εδώ;” “Σσσς...” μου απάντησε εκείνη. “Μη μιλάς. Απλά κοίτα την…” Μετά από λίγα λεπτά με έπιασε πάλι από το χέρι και ξεκινήσαμε εκείνο το τρεχαλητό… εκείνο το τρέξιμο που πρώτη φορά το ζούσα. Κάτι γινόταν μέσα μου όμως δεν μπορούσα να καταλάβω τι. Ξαφνικά σταματήσαμε πάλι. Δεν κατάλαβα που είχαμε φτάσει… δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Μόνο ένα παλιό σπίτι. Μπήκαμε μέσα. Δεν χρειάστηκε πολύ προσπάθεια. Απλά σπρώξαμε την πόρτα.
   Τότε η μικρή αυτή ξαναέβαλε τα κλάμματα. Απόρησα. Γύρισα τα μάτια μου και είδα…Είδα μια γριούλα, μια γριούλα γονατισμένη μπροστά σε μια εικόνα της Παναγίας. Δεν κατάλαβε ότι ήμασταν εκεί. “ Δες ” μου είπε. “ Δες ”. Και έτρεξε, άνοιξε όλα τα ντουλάπια της γριούλας…και γύρισε σε μένα. “Δεν έχει τίποτα, το βλέπεις;”. Με ρώτησε. Κι όντως δεν υπήρχε τίποτα. Και όχι μόνο μέσα στα ντουλάπια…αλλά και σ’ όλο το σπίτι. Ήταν απλά ένα άδειο, παλιό σπίτι, μ’ έναν καναπέ ξεφτισμένο και μια γριούλα γονατισμένη να μιλάει στην Παναγία! Τότε άρχισα να καταλαβαίνω. Μα πρίν προλάβω να πω τίποτα, η μικρή με πήρε απ’ το χέρι και αρχίσαμε πάλι να τρέχουμε.
   Αυτή τη φορά φτάσαμε στο σπίτι μας. Η μικρή κοπέλα άρχισε πάλι να κλαίει. Αυτή τη φορά όμως έκλαιγε και έψαχνε ταυτόχρονα. Έψαχνε ναι! Δεν καταλάβαινα…όμως σε λίγο την είδα! Πήρε σακούλες και άρχισε ν’ αδειάζει ντουλάπια από τρόφιμα σ’ αυτές… Σε λίγο είχε γεμίσει αρκετές. Τότε κατάλαβα! Ναι…τότε σαν όλα να ξεδιαλύθηκαν μέσα μου. Άρχισα κι εγώ να τρέχω πάνω-κάτω…να μαζεύω ότι μπορούσα και να τα βάζω σε σακούλες! Κάποια στιγμή σταματήσαμε και οι δυο... κοιταχτήκαμε! Μου χαμογέλασε...Ήταν το πρώτο της χαμόγελο την ημέρα εκείνη των Χριστουγέννων... Το πρώτο χαμόγελο της άγνωστης εκείνης μικρής... Χαμογέλασα κι εγώ χωρίς να ξέρω τον λόγο! Μ’ έπιασε απ’ το χέρι και κάτι ψέλλισε. Δεν κατάλαβα τι... Σε λίγο βγήκαμε πάλι στους δρόμους...και τρέχαμε! Αυτή τη φορά μαζί με τις σακούλες που είχαμε γεμίσει...
  Γυρίζοντας σπίτι το βράδυ, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Και τότε όλα ξεδιαλύθηκαν...σαν από θαύμα! “Τώρα ξέρω γιατί έκλαιγε...Τώρα ξέρω” είπα μέσα μου. Και ξαφνικά μου ήρθαν στο νου τα λόγια εκείνα που μου είπε και δεν είχα ακούσει...”Καλά Χριστούγεννα” μου είχε πει. Μα τι ανόητη που ήμουν. Έπρεπε ένα παιδί να μου δείξει το θαύμα;
   Τόσοι άνθρωποι τόσες μέρες πονάνε... Άλλοι είναι στο δρόμο. Άλλοι δεν έχουν φάρμακα και αργοπεθαίνουν. Άλλοι δεν έχουν τίποτα! Γιατί πρέπει ν’ αφήνουμε τη μοίρα τους σε ένα παιδί; Γιατί δεν τους βοηθάμε όλοι; Γιατί δεν πιστεύουμε στο θαύμα των Χριστουγέννων; Και τώρα που το σκέφτομαι.. Εκείνη η κοπέλα ήταν ορφανή και μόνη της. Πρέπει δηλαδή να μείνουμε μόνοι μας για να συνειδητοποιήσουμε πως και οι άλλοι πονάνε;
    ΄Άρχισα να κλαίω. Μα τι ανόητη που ήμουν; Πως δεν κατάλαβα απ’ την αρχή γιατί έκλαιγε η μικρή; δεν άντεξα άλλο. Βγήκα στους δρόμους. Άρχισα να την ψάχνω. Ξαφνικά έπεσα πάνω της. Με κοίταξε. Την αγκάλιασα.” Ποια είσαι; ” της είπα...”Καλά Χριστούγεννα!” μου ξαναείπε! Και τότε εκείνες οι καρδιές που είχε δει στα μάτια της εκείνο το πρωινό, εμφανίστηκαν ξανά! Ήταν οι καρδιές της αγάπης...Γιατί εκείνη η άγνωστη ήξερε πως ν’αγαπάει...
     ...πως ν’ αγαπάει αληθινά!!! Κι ας ήταν μια άγνωστη...ένα παιδί!

                      Σοφία Μαργαρίτη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου