Στα πλαίσια του μαθήματος των κειμένων ασχοληθήκαμε με δύο κείμενα ( Η '' Προίκα '' του Ανδρέα Λασκαράτου και '' Μονόλογος του ευαισθήτου '' του Ροίδη ) που σκιαγραφούν τη θέση της γυναίκας το 19ο αιώνα. Στο δημιουργικό κομμάτι , λοιπόν , αποφασίσουμε να συνθέσουμε ένα φανταστικό διάλογο μεταξύ του Ανδρέα Λασκαράτου και ενός γονέα που πρόκειται να παντρέψει την κόρη του. Σε αυτό το διάλογο που ακολουθεί ο συγγραφέας παραθέτει τις απόψεις του για τη θέση της γυναίκας στον γονέα ο οποίος είναι επηρεασμένος από το το κατεστημένο της εποχής του.
Βρισκόμαστε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς στα 1851. Ο Ανδρέας Λασκαράτος κάνει μια βόλτα στα κτήματά του , απολαμβάνοντας τον ήλιο και τις ομορφιές της φύσης και συναντά τον αρχιεργάτη του , τον Ασημάκη , έμπιστο άνθρωπο και φίλο του. Μιλούν για διάφορα θέματα των αγροκτημάτων , ώσπου έρχεται η κουβέντα και στο γάμο της κόρης του Ασημάκη και κυρίως στο ζήτημα της προίκας , που για την εποχή εκείνη ήταν απαράβατος κανόνας γάμου για τη γυναίκα.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Σιόρ Ανδρέας : ο Ανδρέας Λασκαράτος , μορφωμένος με προοδευτικές αντιλήψεις.
Ασημάκης : αγρότης , αρχιεργάτης του Λασκαράτου.
Σιόρ Ανδρέας : Πληροφορήθηκα , Ασημάκη , ότι παντρεύεις την κόρη σου , την όμορφη , όπως λένε , Αγγελική. Αλήθεια , πες μου πάνε οι προετοιμασίες ;
Ασημάκης : Τι να σου ειπώ , αφέντη μ '. Ξεύρεις ότι είμαστε φτωχοί άνθρωποι και πολλά πράγματα
δεν μπορούμε να δώσουμε στην κόρη μας . Όμως , σίγουρα , δεν πρόκειται να τη δώσω χωρίς προικιό.
Σιόρ Ανδρέας : Κοίταξε , Ασημάκη. Σαν γονιός που είσαι να νοιάζεσαι πρώτα απ'όλα για την ευτυχία του κοριτσιού σου και νάναι καλός άνθρωπος ο γαμπρός σου και μετά για όλα τα'άλλα.
Ασημάκης : Τι λες , αφέντη μ'; Ποιος νοιάζεται για δαύτα. Εμείς από την πρώτη στιγμή που αποκτήσαμε κόρη , είπαμε με τη γυναίκα μου << τι βάσανο μάς βρήκε >>. Που έπρεπε να τη μεγαλώσουμε και μαζί μ'αυτή να φροντίζουμε για την προίκα της , αφού , όπως ξεύρεις , γυναίκα απροίκητη – γυναίκα ανύπανδρη. Τι μας ένοιαζε εμάς αν η κόρη μας ήταν όμορφη ή άσχημη , αν είχε ανάγκη από όμορφα φορέματα , ή αν χρειαζόταν κάτι άλλο. Εμένα και τη μάνα της μάς ένοιαζε η προίκα της και πώς θα τη μεγαλώναμε.
Σιόρ Ανδρέας : Ασημάκη , ο Θεός άνδρες και γυναίκες τους έφτιαξε ίσους. Όπως εσύ έχεις ανάγκη να πας μια βόλτα στο καφενείο , να παίξεις με τους φίλους σου πρέφα και να γυρίσεις στο σπιτικό σου και να σε περιμένει η ζεστή αγκαλιά της γυναίκας σου και νοιάξιμό της για σένα , έτσι και η κυρά σου , το ίδιο και η κόρη σου έχουν την ανάγκη του περιπάτου , της ψυχαγωγίας , της αγάπης.
Ασημάκης : Τι είναι αυτά που λες αφέντη μ'; Αν εγώ δώσω τόση αξία στα θηλυκά του σπιτιού μου ,
αλίμονο μου ύστερις. Άλλωστε αφέντη μ' έτσι τα βρήκαμε , έτσι θα τα συνεχίσουμε.
Σιόρ Ανδρέας : Ασημάκη θα'ρθουν κάποτε εποχές που οι γυναίκες θα κάνουν αντρίκιες δουλειές και
που οι γονείς των κοριτσιών δεν θα νοιάζονται για την προίκα τους. Τότε η γυναίκα δε θα είναι φόρτωμα για τη μάνα και τον πατέρας της , αλλά ευτυχία.
Τμήμα : Α2
Γούνα Ευστρατία
Δημοπούλου
Σταυρούλα
Κεραμιδάς
Αναστάσης
Δάφκος Θανάσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου